φαρισαϊσμός

φαρισαϊσμός
ο
συμπεριφορά που ταιριάζει σε φαρισαίο, ψευτοευλάβεια, υποκρισία, δολιότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαρισαϊσμός — ο, Ν 1. η ιδιότητα τού φαρισαίου 2. ενέργεια ή συμπεριφορά που αρμόζει σε φαρισαίο 3. μτφ. υποκρισία, δολιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρισαίος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • ταρτουφισμός — ο η διαγωγή του Ταρτούφου (βλ. λ.), η υποκρισία, ο φαρισαϊσμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”